καταπιέζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπιέζω < ελληνιστική κοινή καταπιέζω < αρχαία ελληνική κατά + πιέζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική opprimer)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.piˈe.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

καταπιέζω (παθητική φωνή: καταπιέζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]