καταπιέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπιέζω < ελληνιστική κοινή καταπιέζω < αρχαία ελληνική κατά + πιέζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική opprimer)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.piˈe.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπιέζω (παθητική φωνή: καταπιέζομαι)
- επιβάλλω σε κάποιον ή κάποιους τη θέλησή μου ή τις απόψεις μου με βίαιο και πιεστικό τρόπο, περιορίζοντας τις ελευθερίες ή τα δικαιώματά τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακαταπίεστα
- ακαταπίεστος
- καταπιεζόμενος
- καταπίεση
- καταπιεσμένος
- καταπιεστής
- καταπιεστικά
- καταπιεστικός
- καταπιέστρια
- → δείτε τις λέξεις κατά και πιέζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπιέζω | καταπίεζα | θα καταπιέζω | να καταπιέζω | καταπιέζοντας | |
β' ενικ. | καταπιέζεις | καταπίεζες | θα καταπιέζεις | να καταπιέζεις | καταπίεζε | |
γ' ενικ. | καταπιέζει | καταπίεζε | θα καταπιέζει | να καταπιέζει | ||
α' πληθ. | καταπιέζουμε | καταπιέζαμε | θα καταπιέζουμε | να καταπιέζουμε | ||
β' πληθ. | καταπιέζετε | καταπιέζατε | θα καταπιέζετε | να καταπιέζετε | καταπιέζετε | |
γ' πληθ. | καταπιέζουν(ε) | καταπίεζαν καταπιέζαν(ε) |
θα καταπιέζουν(ε) | να καταπιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπίεσα | θα καταπιέσω | να καταπιέσω | καταπιέσει | ||
β' ενικ. | καταπίεσες | θα καταπιέσεις | να καταπιέσεις | καταπίεσε | ||
γ' ενικ. | καταπίεσε | θα καταπιέσει | να καταπιέσει | |||
α' πληθ. | καταπιέσαμε | θα καταπιέσουμε | να καταπιέσουμε | |||
β' πληθ. | καταπιέσατε | θα καταπιέσετε | να καταπιέσετε | καταπιέστε | ||
γ' πληθ. | καταπίεσαν καταπιέσαν(ε) |
θα καταπιέσουν(ε) | να καταπιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταπιέσει | είχα καταπιέσει | θα έχω καταπιέσει | να έχω καταπιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταπιέσει | είχες καταπιέσει | θα έχεις καταπιέσει | να έχεις καταπιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταπιέσει | είχε καταπιέσει | θα έχει καταπιέσει | να έχει καταπιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπιέσει | είχαμε καταπιέσει | θα έχουμε καταπιέσει | να έχουμε καταπιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταπιέσει | είχατε καταπιέσει | θα έχετε καταπιέσει | να έχετε καταπιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπιέσει | είχαν καταπιέσει | θα έχουν καταπιέσει | να έχουν καταπιέσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)