κατασκευαστικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκευαστικώς < αρχαία ελληνική κατασκευαστικῶς < κατασκευαστικός < κατασκευάζω
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατασκευαστικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατασκευαστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκευαστικώς
|