κατασκευαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκευαστικός η κατασκευαστική το κατασκευαστικό
      γενική του κατασκευαστικού της κατασκευαστικής του κατασκευαστικού
    αιτιατική τον κατασκευαστικό την κατασκευαστική το κατασκευαστικό
     κλητική κατασκευαστικέ κατασκευαστική κατασκευαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκευαστικοί οι κατασκευαστικές τα κατασκευαστικά
      γενική των κατασκευαστικών των κατασκευαστικών των κατασκευαστικών
    αιτιατική τους κατασκευαστικούς τις κατασκευαστικές τα κατασκευαστικά
     κλητική κατασκευαστικοί κατασκευαστικές κατασκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασκευαστικός < κατασκευάζω + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κατασκευαστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]