κατατρυπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατρυπώ < ελληνιστική κοινή κατατρυπάω / κατατρυπῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
κατατρυπώ
- τρυπώ πέρα ως πέρα ή σε πολλά σημεία, γεμίζω τρύπες
- (κατ’ επέκταση) κατατσιμπώ