καταφάσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταφάσκω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταφάσκω < κατα- + φάσκω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈfa.sko/

Ρήμα[επεξεργασία]

καταφάσκω στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταφάσκω (ελληνιστική κοινή) < κατα- + αρχαία ελληνική grc

Πηγές[επεξεργασία]