κεκεδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεκεδίζω < κεκέδες, του κεκές + -ίζω < τουρκική keke

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.ceˈði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐κε‐δί‐ζω

κεκεδίζω, αόρ.: κεκέδισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]