κλαίγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαίγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλαίγω < αρχαία ελληνική κλαίω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkle.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλαί‐γω

Ρήμα[επεξεργασία]

κλαίγω

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαίγω < αρχαία ελληνική κλαίω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ] για αποφυγή χασμωδίας[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

κλαίγω

Αναφορές[επεξεργασία]