κομβολόγιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομβολόγιον < μεσαιωνική ελληνική[1] (→ δείτε τη λέξη κομπολόγι), (καθαρεύουσα) < (ελληνιστική κοινή) κόμβος + αρχαία ελληνική λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομβολόγιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) κομπολόι
- (καθαρεύουσα) κομποσχοίνι
- Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
- ≈ συνώνυμα: (ροζάριο)
- (παρωχημένο) μηχάνημα με κάδους, συνδεδεμένους αλυσιδωτά, που κινούνται κυκλικά για την άντληση νερού ή ανύψωση άλλων πραγμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομβολόγιον
→ δείτε τις λέξεις κομπολόι και κομποσκοίνι |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .