βαπτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαπτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαπτίζω, λόγια επίδραση στο κληρονομημένο βαφτίζω με τροπή [ft] > [pt][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈpti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐πτί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαπτίζω, αόρ.: βάπτισα, παθ.φωνή: βαπτίζομαι, π.αόρ.: βαπτίσθηκα, μτχ.π.π.: βαπτισμένος

  1. άλλη μορφή του βαφτίζω
  2. (παρωχημένο) βυθίζω σε νερό
    ※  (καθαρεύουσα) Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

→ και δείτε εκφράσεις με το βαφτίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
βαπτ- 

με βαπτι- ή και με βαφτι-

  • μόνο με βαφτι- → δείτε τη λέξη βαφτίζω

→ και δείτε τη λέξη βάφω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαπτίζω < βάπτ(ω) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαπτίζω

  1. βυθίζω σε νερό
  2. καταβυθίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
βαπτι- 

→ και δείτε τη λέξη βάπτω

Πηγές[επεξεργασία]