μεταβάπτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβάπτισμα < μεσαιωνική ελληνική μεταβαπτίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταβάπτισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταβαπτίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταβάπτισμα
|