κορώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορώνω < αρχαία ελληνική κόρος
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κορώνω
- (αμετάβατο) εκπέμπω πάρα πολλή θερμότητα, ώστε κάνω κάτι να καίει
- το τζάκι κόρωσε
- (αμετάβατο) αποκτώ πάρα πολλή θερμότητα, πυρακτώνομαι
- το αυτοκίνητο θα κορώσει κάτω από τον ήλιο· καλύτερα να το πας στη σκιά
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να βγει εκτός εαυτού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (μεταφορικά) ανάβω και κορώνω : εξοργίζομαι