κοσίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσίζω < κόσα + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοσίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη κόσα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]