κοστολογήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κοστολογήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του κοστολόγηση
- εναλλακτικά: κοστολόγησης
κοστολογήσεως θηλυκό