κοστολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοστολογώ < κόστος + -ο- + -λογώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.sto.loˈγo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κοστολογώ (παθητική φωνή: κοστολογούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]