κοστολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοστολόγος < κοστολογώ + -λόγος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοστολόγος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός (ενδεχομένως εξειδικευμένος υπάλληλος ή οικονομολόγος) που κοστολογεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοστολόγος
|