κουκούδιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουκούδιν < κόκκος + -ούδιν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουκούδιν ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) χαλάζι
  2. (ιατρική) εξάνθημα
  3. (στον πληθυντικό) οι κουκκίδες που υπάρχουν για αρίθμηση πάνω στα ζάρια

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]