αρίθμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρίθμηση οι αριθμήσεις
      γενική της αρίθμησης* των αριθμήσεων
    αιτιατική την αρίθμηση τις αριθμήσεις
     κλητική αρίθμηση αριθμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αριθμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρίθμηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρίθμηση θηλυκό

  1. η καταμέτρηση
  2. η κατάταξη με αύξοντα αριθμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]