κουρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρού < τουρκική kuru < παλαιά τουρκική kurıg
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρού θηλυκό άκλιτο
- (γαστρονομία) είδος τυρόπιτας, χωρίς σφολιάτα, κάπως πιο ξερή, πιο σκέτη
Επίθετο[επεξεργασία]
κουρού άκλιτο
- (παρωχημένο) ξερός, στεγνός (συνήθως για φαγώσιμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρού
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)