κρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρας < (άμεσο δάνειο) αγγλική crash
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρας ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλισμός, διαδικτυακή αργκό, καθομιλουμένη, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) το να παύει να ανταποκρίνεται μέχρι που εξαναγκάζεται να εξέλθει και να διακόψει εξυπηρέτηση του χρήστη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αγγλισμοί (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)