κρεβατώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεβατώνω < κρεβάτι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κρεβατώνω (παθητική φωνή: κρεβατώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]