κρεωσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεωσκοπία θηλυκό
- (καθαρεύουσα) παρωχημένη μορφή του κρεοσκοπία
- ※ Ἡ μέθοδος ἀναλύσεως τῶν τροφίμων ζωϊκῆς προελεύσεως, διὰ τῶν διηθημένων ὑπεριωδῶν ἀκτινῶν, καλουμένων καὶ φῶς τοῦ Wood, δὲν εἶναι ἐπαρκῶς γνωστή, ὡς μὴ ἀναφερομένη εἰς τὰ κλασσικὰ συγγράμματα Κρεωσκοπίας
- Π.Α. Καρβουνιάρης, «Ἡ χρῆσις τῶν διηθημένων υπεριωδών ακτίνων ἐν τῇ Κρεωσκοπίᾳ», Δελτίον της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρείας, περ. Β΄, 18 (Απρίλιος Ιούνιος 1955), σ. [789].
- ※ Ἡ μέθοδος ἀναλύσεως τῶν τροφίμων ζωϊκῆς προελεύσεως, διὰ τῶν διηθημένων ὑπεριωδῶν ἀκτινῶν, καλουμένων καὶ φῶς τοῦ Wood, δὲν εἶναι ἐπαρκῶς γνωστή, ὡς μὴ ἀναφερομένη εἰς τὰ κλασσικὰ συγγράμματα Κρεωσκοπίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Γεωργίου Ν. Πιλάβιου, Εγχειρίδιον κρεωσκοπίας, ήτοι, εκτίμησις των προς διατροφήν του ανθρώπου χρησιμευόντων παντοίων κρεάτων (Αθήνα: Εκ του τυπογραφείου των αδελφών Περρή, 1887).