κρεοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεοσκοπία < κρεωσκοπία (αρχική, παρωχημένη γραφή). Αναλύεται μορφολογικά σε κρεο- (κρέας) + -σκοπία (δείτε τη Συζήτηση:κρεοσκοπία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεοσκοπία
- έλεγχος που διενεργείται στα κρέατα (στα σφάγια) που προορίζονται για κατανάλωση, ώστε να διαπιστωθεί η καλή ή κακή ποιότητά τους, αν είναι κατάλληλα να διατεθούν για βρώση
- ※ Τόσο ο προ σφαγής έλεγχος της υγειονομικής κατάστασης των ζώων, όσο και η κρεοσκοπία, είναι κυρίως μακροσκοπικοί έλεγχοι που μόνο μερικές φορές υποστηρίζονται από περαιτέρω εργαστηριακή εξέταση. (Δήμητρα Κυριακίδου Μαρνέλου, Η χρήση αντιβίωσης σε παραγωγικά ζώα ως παράμετρο διατροφικής επιβάρυνσης, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή, Αθήνα, 2017, σελ. 123 [1])
- ※ προσεπαθήσαμεν όχι άνευ δυσκολιών να εξουδετερώσωμεν, τουλάχιστον εν μέρει, τας δυσμενείς συνθήκας, υφ'άς , λόγω ελλείψεως μέσων και ειδικώς ώργανωμένης υπηρεσίας, εκτελείται παρ'ημίν ή κρεοσκοπία. (Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 8, Ακαδημία Αθηνών, 1933, σελ. 229)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- κρεωσκοπία (παρωχημένη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρεοσκοπία
Πηγές[επεξεργασία]
- Λήμμα «κρεοσκοπία», στο: ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Λήμμα «κρεωσκοπία», στο: Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1909), σ. 294. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-10-20.