κρεοσκοπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεοσκοπία οι κρεοσκοπίες
      γενική της κρεοσκοπίας των κρεοσκοπιών
    αιτιατική την κρεοσκοπία τις κρεοσκοπίες
     κλητική κρεοσκοπία κρεοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεοσκοπία < κρεωσκοπία (αρχική, παρωχημένη γραφή). Αναλύεται μορφολογικά σε κρεο- (κρέας) + -σκοπία (δείτε τη Συζήτηση:κρεοσκοπία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεοσκοπία

  • έλεγχος που διενεργείται στα κρέατα (στα σφάγια) που προορίζονται για κατανάλωση, ώστε να διαπιστωθεί η καλή ή κακή ποιότητά τους, αν είναι κατάλληλα να διατεθούν για βρώση
    ※  Τόσο ο προ σφαγής έλεγχος της υγειονομικής κατάστασης των ζώων, όσο και η κρεοσκοπία, είναι κυρίως μακροσκοπικοί έλεγχοι που μόνο μερικές φορές υποστηρίζονται από περαιτέρω εργαστηριακή εξέταση. (Δήμητρα Κυριακίδου Μαρνέλου, Η χρήση αντιβίωσης σε παραγωγικά ζώα ως παράμετρο διατροφικής επιβάρυνσης, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή, Αθήνα, 2017, σελ. 123 [1])
    ※  προσεπαθήσαμεν όχι άνευ δυσκολιών να εξουδετερώσωμεν, τουλάχιστον εν μέρει, τας δυσμενείς συνθήκας, υφ'άς , λόγω ελλείψεως μέσων και ειδικώς ώργανωμένης υπηρεσίας, εκτελείται παρ'ημίν ή κρεοσκοπία. (Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 8, Ακαδημία Αθηνών, 1933, σελ. 229)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]