κροκοδείλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κροκοδείλου ουδέτερο
- (λόγιο) γενική ενικού του κροκόδειλος, αντί του κροκόδειλου
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
- Κροκοδείλου (επώνυμο)