λακάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λακάω < λακ(ώ) + -άω < συνοπτικό θέμα λακησ- είτε από την ελληνιστική κοινή λακέω, λακῶ (σκάω), είτε από τη μεσαιωνική ελληνική γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) < ελληνιστική κοινή ἐκλακῶ < ἐκ + λακέω/λακῶ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈka.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

λακάω/(λακώ), πρτ.: λάκαγα, αόρ.: λάκησα, χωρίς παθητική φωνή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]