λεονταρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεονταρίζω < λεονταρισμός + -ίζω (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα[επεξεργασία]

λεονταρίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]