λογιστική κατάσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
λογιστική κατάσταση θηλυκό
- μια κατάσταση που έχει συντάξει λογιστής και περιλαμβάνει ισολογισμό, απολογισμό κ.ά. παρόμοια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογιστική κατάσταση
|