λογχεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογχεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογχεύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /loŋˈçe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λογ‐χεύ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
λογχεύω, πρτ.: λόγχευα, αόρ.: λόγχευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- τρυπάω με την λόγχη, λογχίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογχεύω | λόγχευα | θα λογχεύω | να λογχεύω | λογχεύοντας | |
β' ενικ. | λογχεύεις | λόγχευες | θα λογχεύεις | να λογχεύεις | λόγχευε | |
γ' ενικ. | λογχεύει | λόγχευε | θα λογχεύει | να λογχεύει | ||
α' πληθ. | λογχεύουμε | λογχεύαμε | θα λογχεύουμε | να λογχεύουμε | ||
β' πληθ. | λογχεύετε | λογχεύατε | θα λογχεύετε | να λογχεύετε | λογχεύετε | |
γ' πληθ. | λογχεύουν(ε) | λόγχευαν λογχεύαν(ε) |
θα λογχεύουν(ε) | να λογχεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λόγχευσα | θα λογχεύσω | να λογχεύσω | λογχεύσει | ||
β' ενικ. | λόγχευσες | θα λογχεύσεις | να λογχεύσεις | λόγχευσε | ||
γ' ενικ. | λόγχευσε | θα λογχεύσει | να λογχεύσει | |||
α' πληθ. | λογχεύσαμε | θα λογχεύσουμε | να λογχεύσουμε | |||
β' πληθ. | λογχεύσατε | θα λογχεύσετε | να λογχεύσετε | λογχεύστε | ||
γ' πληθ. | λόγχευσαν λογχεύσαν(ε) |
θα λογχεύσουν(ε) | να λογχεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λογχεύσει | είχα λογχεύσει | θα έχω λογχεύσει | να έχω λογχεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις λογχεύσει | είχες λογχεύσει | θα έχεις λογχεύσει | να έχεις λογχεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει λογχεύσει | είχε λογχεύσει | θα έχει λογχεύσει | να έχει λογχεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λογχεύσει | είχαμε λογχεύσει | θα έχουμε λογχεύσει | να έχουμε λογχεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε λογχεύσει | είχατε λογχεύσει | θα έχετε λογχεύσει | να έχετε λογχεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λογχεύσει | είχαν λογχεύσει | θα έχουν λογχεύσει | να έχουν λογχεύσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογχεύω
→ δείτε τη λέξη λογχίζω |
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
λογχεύω
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λογχεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- λογχεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εύω (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)