λυδία λίθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυδία λίθος < → δείτε τις λέξεις Λυδία και λίθος

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

λυδία λίθος θηλυκό

  1. πέτρωμα μαύρου χρώματος (βασάλτης), με το οποίο μπορούσε να εξακριβωθεί η περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό
  2. (μεταφορικά) είναι ο τρόπος με τον οποίο ελέγχεται, εξακριβώνεται κάτι για τη γνησιότητά του ή την καθολική ισχύ του

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]