λυοφιλοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λυοφιλοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του λυοφιλοποίηση
- εναλλακτικά: λυοφιλοποίησης
λυοφιλοποιήσεως θηλυκό