μήκος κύματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μήκος κύματος < → δείτε τις λέξεις μήκος και κύμα στη γενική ενικού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μήκος κύματος ουδέτερο
- (φυσική) η σταθερή απόσταση ανάμεσα σε δύο κορυφές ή κοιλίες ενός κύματος
- η συχνότητα εκπομπής των ραδιοφωνικών σταθμών
- (μεταφορικά) η ποιότητα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους
- ↪ βρισκόμαστε το ίδιο μήκος κύματος, παρά τις δυσκολίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μήκος κύματος