μήκος κύματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μήκος κύματος < → δείτε τις λέξεις μήκος και κύμα στη γενική ενικού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μήκος κύματος ουδέτερο

  1. (φυσική) η σταθερή απόσταση ανάμεσα σε δύο κορυφές ή κοιλίες ενός κύματος
  2. η συχνότητα εκπομπής των ραδιοφωνικών σταθμών
  3. (μεταφορικά) η ποιότητα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους
    βρισκόμαστε το ίδιο μήκος κύματος, παρά τις δυσκολίες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]