μαννόγαλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαννόγαλον < μάνν(α) + -ό- + γάλ(α + -ον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μανόγαλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαννόγαλον

  • μείγμα γάλακτος από δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, ως μαγικό φίλτρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]