μασκαρεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μασκαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μασκαρεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

μασκαρεύομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]