μασκαρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μασκαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μασκαρεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
μασκαρεμένος, -η, -ο
- που έχει ντυθεί μασκαράς
- Ήρθε μασκαρεμένος Ομπάμα (με τη μάσκα του Ομπάμα)
- που είναι μεταμφιεσμένος
- Αδιακρισία μασκαρεμένη σε ενδιαφέρον
- → δείτε τη λέξη μασκαρεύω