μερσεριζέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερσεριζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική mercerisé < επώνυμο του John Mercer (άγγλος χημικός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meɾ.se.ɾiˈze/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μερ‐σε‐ρι‐ζέ

Επίθετο[επεξεργασία]

μερσεριζέ άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]