μεσημεριάζει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσημεριάζει < (τριτοπρόσωπο ρήμα) μεσημεριάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
μεσημεριάζει , πρτ.: μεσημέριαζε, στ.μέλλ.: θα μεσημεριάσει, αόρ.: μεσημέριασε
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσημεριάζει
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεσημεριάζει
- γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεσημεριάζω