μικροσάιτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροσάιτ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) (πληροφορική) υποενότητα ενός σάιτ / μιας ιστοσελίδας, που αφορά συγκεκριμένο θέμα και —ενίοτε— με δική της αισθητική
- ※ Το πρόγραμμα του Αλμέιντα για τη σεζόν περιλαμβάνει ένα θεατρικό έργο για τη σεξιστική προσέγγιση της δημοσιογραφίας που εγκαθίδρυσε ο Ρούπερτ Μέρντοκ στα μακρινά σίξτις με τη σκανδαλοθηρική εφημερίδα «Sun» και μια σειρά αναπαράστασης ιστορικών ομιλιών από ηθοποιούς, οι οποίες θα ανέβουν σε ειδικό μικροσάιτ αλλά και κατ' αποκλειστικότητα από την ιστοσελίδα της «Guardian». (*)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Microsite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)