μισθοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μισθοδοτῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισθοδοτώ < αρχαία ελληνική μισθοδοτέω / μισθοδοτῶ < μισθός + δίδωμι

Ρήμα[επεξεργασία]

μισθοδοτώ (παθητική φωνή: μισθοδοτούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]