μονοκλωνικό αντίσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοκλωνικό αντίσωμα < μονοκλωνικό + αντίσωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monoclonal antibody)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μονοκλωνικό αντίσωμα ουδέτερο
- (βιολογία, ιατρική) αντίσωμα / πρωτεΐνη γενετικά τροποποιημένη που κατασκευάζεται με κλωνοποίηση ενός μόνο λευκού αιμοσφαιρίου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοκλωνικό αντίσωμα