κλωνοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωνοποίηση οι κλωνοποιήσεις
      γενική της κλωνοποίησης των κλωνοποιήσεων
    αιτιατική την κλωνοποίηση τις κλωνοποιήσεις
     κλητική κλωνοποίηση κλωνοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλωνοποίηση < κλών(ος) + -ο- + -ποίηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cloning[1] < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλωνοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]