μονόπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόπορος, ον
- που έχει μονάχα μια είσοδο, ένα πέρασμα, μία και μοναδική διάβαση για να μπεις και να βγεις