μοριακών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μοριακών
- γενική πληθυντικού του μοριακός
- γενική πληθυντικού του μοριακή
- γενική πληθυντικού του μοριακό
μοριακών