μορφάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορφάζω < ελληνιστική κοινή μορφάζω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μορφάζω < μορφή

Ρήμα[επεξεργασία]

μορφάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]