μπαγλαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαγλαρώνω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bağlamak

Ρήμα[επεξεργασία]

μπαγλαρώνω

  1. συλλαμβάνω, πιάνω, φυλακίζω, « τσιμπώ »
  2. (μεταφορικά) ξυλοκοπώ, δέρνω άγρια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]