μπιρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπιρ < (άμεσο δάνειο) τουρκική bir
Αριθμητικό[επεξεργασία]
μπιρ
- (παρωχημένο) ένας, μία, ένα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπιρ
|