μπουζουκλερί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουζουκλερί < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; μπουζουκ(ερί) + -λ-ερί < μπουζούκ(ι) ή μπουζούκ(ια) (στη σημασία μπουζουξίδικο) + -λερί < λ + -ερί (< γαλλική -erie) με λογοπαικτική επίδραση του γκαλερί ή του λάμδα στο καραμπουζουκλής (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bu.zu.kleˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐ζου‐κλε‐ρί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουζουκλερί θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός, αργκό, λαϊκότροπο, χιουμοριστικό) το (παρακμιακό) μπουζουξίδικο
- άλλες μορφές: μπουζουκερί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουζουκλερί
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μπουζουκλερί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερί (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)