νευροαναδράσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
νευροαναδράσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του νευροανάδραση
- εναλλακτικά: νευροανάδρασης
νευροαναδράσεως θηλυκό