νεφέλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφέλιον < αρχαία ελληνική νεφέλιον < νεφέλη < νέφος ((βοτανική) (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική nephelium· (χημεία) (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική nebulium)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφέλιον ουδέτερο
- (ιατρική) μικρή θολερότητα του οφθαλμικού κερατοειδούς
- (βοτανική) γένος φυτού
- (χημεία, αστρονομία) υποτιθέμενο χημικό στοιχείο που προτάθηκε ως αποτέλεσμα φασματικής ανάλυσης του φωτός από ένα νεφέλωμα. Οι εν λόγω γραμμές εκπομπής είναι πλέον γνωστό ότι οφείλονται σε διπλά ιονισμένο οξυγόνο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- nebulium στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Nephelium lappaceum στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Nephelium στο species.wikimedia.org
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατρική
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)