ντέσκτοπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντέσκτοπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική desktop
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντέσκτοπ ουδέτερο άκλιτο
- υπολογιστής με ξεχωριστή μονάδα επεξεργασίας-αποθήκευσης από την οθόνη, το ποντίκι, τα ηχεία και τα τυχόν άλλα περιφερειακά