περιφερειακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα περιφερειακά
      γενική των περιφερειακών
    αιτιατική τα περιφερειακά
     κλητική περιφερειακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιφερειακά < περιφερειακός +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιφερειακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

περιφερειακά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

περιφερειακά