ντεκοβίλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεκοβίλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική decauville < Paul Decauville
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεκοβίλ ουδέτερο άκλιτο
- (μέσο μεταφορών) τύπος σιδηροδρόμου με φορητά στοιχεία, λυόμενου, μεταφερόμενου και επανασυναρμολογούμενου που χρησιμοποιείται σε ορυχεία, βιομηχανίες κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεκοβίλ
Πηγές[επεξεργασία]
- decauville στο γαλλικό Βικιλεξικό
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)